ἐξιχνιάζω — pres subj act 1st sg ἐξιχνιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξιχνιάζω — εξιχνιάζω, εξιχνίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξιχνιάζω — (AM ἐξιχνιάζω) ανακαλύπτω τα ίχνη, ανευρίσκω μετά από έρευνα («πορεύεσθε καὶ ἐξιχνιάσατε τὴν γῆν», ΠΔ) νεοελλ. αποκαλύπτω τα άγνωστα ή σκοτεινά σημεία, διαλευκαίνω μσν. 1. ρωτώ να μάθω 2. ανακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιχνιάζω (< ίχνος) τ. που… … Dictionary of Greek
ἐξιχνιᾶν — ἐξιχνιάζω fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἐξιχνιάζω fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐξιχνιάζω fut part act masc nom sg (doric aeolic) ἐξιχνιάζω fut inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιχνιάζῃ — ἐξιχνιάζω pres subj mp 2nd sg ἐξιχνιάζω pres ind mp 2nd sg ἐξιχνιάζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιχνιάσει — ἐξιχνιάζω aor subj act 3rd sg (epic) ἐξιχνιάζω fut ind mid 2nd sg ἐξιχνιάζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιχνιάσω — ἐξιχνιάζω aor subj act 1st sg ἐξιχνιάζω fut ind act 1st sg ἐξιχνιάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιχνιάσῃ — ἐξιχνιάζω aor subj mid 2nd sg ἐξιχνιάζω aor subj act 3rd sg ἐξιχνιάζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιχνιασθέντα — ἐξιχνιάζω aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐξιχνιάζω aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιχνιάζει — ἐξιχνιάζω pres ind mp 2nd sg ἐξιχνιάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)